τελαμώνας

τελαμώνας
ο / τελαμών, -ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α
1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.)
2. ως κύριο όν. Τελαμών
α) γιος τού Αμακού και τής Ενδηίδος, αδελφός τού Πηλέως και πατέρας τού Αίαντος και τού Τεύκρου
β) ονομασία αστέρων τού αστερισμού τού Ωρίωνα
νεοελλ.
φυσιγγιοθήκη
αρχ.
1. επίδεσμος για επίδεση τραυμάτων («ἀμφὶ τραύματ'... τελαμῶνας βαλεῑν», Ευ ρ.)
2. ταινία για επίδεση μούμιας
3. κορδέλα για τα μαλλιά («πλοκάμων τελεμῶνα», Νόνν.)
4. βάση στήλης ή αγάλματος («ἁ στάλα καὶ ὁ τελαμὼν ἱερὰ τᾱς Ἥρας», επιγρ.)
5. στήλη («ἀναγράψαντα τὸ ψήφισμα εἰς τελαμῶνα λευκοῡ λίθου», επιγρ.)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τελαμῶνες
ανδριάντες που χρησίμευαν αντί για κίονες σε οικοδόμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τελα-μών έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τελᾶ- τής ΙΕ ρίζας *tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν, εμφανίζει επίθημα -μων (πρβλ. κευθ-μών, λει-μών) και έχει, επομένως, αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει», από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. τής λέξης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τελαμῶνας — Τελαμών broad strap masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελαμῶνας — τελαμών broad strap masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευρυσάκης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αίαντα του Τελαμώνα και της Τέκμησσας. Γεννήθηκε στο στρατόπεδο της Τροίας. Πριν αυτοκτονήσει ο Αίας, έδωσε το μικρό παιδί στον αδελφό του, Τεύκρο, για να το μεγαλώσει. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Τεύκρος έφτασε …   Dictionary of Greek

  • τελαμωνίδιον — τὸ, Α [τελαμών] μικρός τελαμώνας, επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • τελαμών — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιακού και της Ενδηίδας, αδελφός του Πηλέα και του Φώκου. Είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του βασιλιά της Σαλαμίνας, Κυχρέα, τη Γλαύκη, και όταν ο Κυχρέας πέθανε, έγινε βασιλιάς του νησιού. Αργότερα πήρε την… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • Ψαμάθη — Όνομα 2 μυθικών προσώπων. 1. Νηρηίδα, σύζυγος του Αιακού, από τον οποίο γέννησε τον Φώκο, επώνυμο των Φωκέων. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Φώκου, Πηλέας και Τελαμώνας, τον σκότωσαν εξαιτίας της υπεροχής του στους γυμνικούς αγώνες, οπότε η Ψ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”